ὑαλουργικός

ὑαλουργικός
ὑᾰλουργ-ικός, ή, όν,
A of or for making glass,

κάμινος Gp.20.16

([etym.] ὑελ-): ἡ -κή (sc. τέχνη) David Proll.20.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υαλουργικός — υαλουργικός, ή, ό και υελουργικός, ή, ό 1. που αναφέρεται στην υαλουργία (βλ. λ.), που είναι χρήσιμος στην υαλουργία. 2. το θηλ. ως ουσ., υαλουργική η υαλουργία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλουργικός — ή, ό / ὑαλουργικός, ή, όν, ΝΜ, και υελουργικός, ή, ό, Ν [υαλουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υαλουργία ή ο χρήσιμος στην υαλουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η υαλουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής παρασκευής και επεξεργασίας τής υάλου, η… …   Dictionary of Greek

  • ὑαλουργικῆς — ὑαλουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλουργικῇ — ὑαλουργικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλουργική — ὑαλουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλουργικῷ — ὑαλουργικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υελουργικός — ή, ό, Ν βλ. υαλουργικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”